ἀγροικώδης

ἀγροικώδης
ἀγροικώδης
clownish
masc/fem acc pl (attic epic doric)
ἀγροικώδης
clownish
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
ἀγροικώδης
clownish
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγροικώδης — ἀγροικώδης, ες (Μ) [ἀγροῑκος] αυτός που μοιάζει με αγροίκο στη συμπεριφορά, άξεστος, αμόρφωτος …   Dictionary of Greek

  • ἀγροικωδέστερον — ἀγροικώδης clownish adverbial comp ἀγροικώδης clownish masc acc comp sg ἀγροικώδης clownish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικώδεις — ἀγροικώδης clownish masc/fem acc pl ἀγροικώδης clownish masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”